- υποδημάτων
- και ὑποδεμάτιον, τὸ, Α [ὑπόδημα, ὑποδήματος]υποκορ. τού υπόδημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποδημάτων — ὑπόδημα sole bound under the foot with straps neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδώνιον — ὀδώνιον, τὸ (Α) είδος υποδημάτων από ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού λατ. odo, ōnis / udo, ōnis «είδος υποδημάτων» (βλ. και οδονάρια, ουδών)] … Dictionary of Greek
παπουτσής — και παπουτσάς, ο [παπούτσι] 1. κατασκευαστής ή πωλητής υποδημάτων, υποδηματοποιός 2. επιδιορθωτής υποδημάτων, τσαγγάρης … Dictionary of Greek
περσικοποιός — ὁ, Α κατασκευαστής γυναικείων υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < περσικαί / περσικά «είδος γυναικείων υποδημάτων» + ποιός*] … Dictionary of Greek
υποδηματοβιομηχανία — η, Ν 1. η βιομηχανία κατασκευής υποδημάτων 2. εργοστάσιο υποδημάτων … Dictionary of Greek
υποδηματοποιία — η, Ν·1. η τέχνη κατασκευής υποδημάτων 2. η βιοτεχνία ή η βιομηχανία κατασκευής υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποδηματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
υποδηματουργικός — ή, όν, Α [ὑποδηματουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή υποδημάτων και, κυρίως, σανδαλιών 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑποδηματουργική (ενν. τέχνη) η τέχνη κατασκευής υποδημάτων, υποδηματοποιία … Dictionary of Greek
бахила — крестьянская рабочая обувь; сапог с голенищем на помочах , сев. русск., тверск., вост. русск., сиб. Отсюда заимств. коми bakilẹ высокие охотничьи сапоги ; см. Вихман – Уотила 8. По мнению Микколы (Berühr. 82), заимств. из ср. лат. bacle женская… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
έμβαθρο — το (Α ἔμβαθρα, τα) βάθρο, υπόβαθρο αρχ. είδος υποδημάτων, εμβάς (= παντόφλα) … Dictionary of Greek
ακρόσφυρα — ἀκρόσφυρα, τα (Α) είδος γυναικείων υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πιθ. σφυρὸν «αστράγαλος»] … Dictionary of Greek